ιασμέλαιο(ν)

ιασμέλαιο(ν)
το , ιάσμη η жасминное масло

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ιασμέλαιο(ν)" в других словарях:

  • ιασμέλαιο — το (Α ἰασμέλαιον) το αιθέριο έλαιο τού γιασεμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάσμη + έλαιον] …   Dictionary of Greek

  • ιασμέλαιο — το αιθέριο έλαιο που βγαίνει από το γιασεμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιάσμη — ἡ (Α ἰάσμη) 1. το φυτό ίασμος, γιασεμί 2. το ιασμέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως (πρβλ. μσν. περσ. yāsman, νέο περσ. yāsaman, yāsam, yāsamin)] …   Dictionary of Greek

  • ιάσμινος — η, ο (Α ἰάσμινος, ον, θηλ. και Ιασμίνη) [ιάσμη] 1. αυτός που λαμβάνεται από την ιάσμη 2. το ουδ. ως ουσ. το ιάσμινο(ν) το ιασμέλαιο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»